- αναβαλλόμενες
- ο :
του έψαλα τον αναβαλλόμενεςο — я ему прочитал нотацию, я его здорово отчитал;
άκουσε από μένα τον αναβαλλόμενεςο — ему от меня здорово попало
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
του έψαλα τον αναβαλλόμενεςο — я ему прочитал нотацию, я его здорово отчитал;
άκουσε από μένα τον αναβαλλόμενεςο — ему от меня здорово попало
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.